ῥυτῆρα

ῥυτῆρα
ῥῡτῆρα , ῥυτήρ
one who draws
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιπποδέτης — ἱπποδέτης, ὁ (Α) 1. αυτός που δένει τους ίππους («ἱπποδέτην ῥυτῆρα», Σοφ.) 2. επίθ. τού Ηρακλή στη Θήβα και στην Ογχηστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δέτης (< δέω [ΙΙ])] …   Dictionary of Greek

  • ρυτήρας — ο / ῥυτήρ, ῆρος, ΝΑ 1. αυτός που σέρνει ή τεντώνει κάτι («ῥυτῆρα βιοῡ» ελκυστήρας τόξου, τοξότης, Ομ. Οδ.) 2. το χαλινάρι 3. φρ. «τρέχει από ρυτήρος» ή «ἀπὸ ῥυτῆρος ἐλαύνειν» (για άλογο) τρέχει με χαλαρωμένα τα ηνία ώστε να καλπάζει χωρίς κανένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”